καθέλκυση

καθέλκυση
Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι ολισθητήρες, που αποτελούνται από δύο μεγάλα παράλληλα δοκάρια, τους ολκούς (βάζια), γλιστρούν επάνω στην κλίνη. Η κύρια προπαρασκευαστική εργασία της κ. είναι η μεταφορά στο λίκνο του βάρους του πλοίου, το οποίο έως το τέλος της ναυπήγησης στηρίζεται στα υπόβαθρα της καρίνας (χαμηλότερα στηρίγματα του σκάφους πάνω στην κλίνη) και πάνω στα ερείσματα (πλευρικά στηρίγματα). Το λίκνο, που στηρίζει και περιβάλλει την καρίνα στα 8/10 του μήκους της, ακουμπά με τα βάζια στο κεκλιμένο επίπεδο της κλίνης, που είναι αλειμμένο με ένα λιπαντικό μείγμα, για να διευκολύνει την ολίσθηση της μάζας που πρέπει να καθελκυστεί. Η μεταφορά του βάρους γίνεται με την ανύψωση του πλοίου (με τη βοήθεια σφηνών και άλλων μηχανικών μέσων). Μόνο ύστερα από τη διαδικασία αυτή το σύνολο πλοίο-κλίνη είναι έτοιμο να γλιστρήσει στο νερό. Για να υπερνικηθεί η τριβή εκκίνησης, μπορεί να χρειαστεί να δοθεί μια αρχική ώθηση με βαρούλκα και με σύστημα μοχλών και τροχαλιών. Στην κ. –η οποία εξαιτίας της κατεύθυνσης που έχει συνήθως η κλίνη γίνεται τις περισσότερες φορές κάθετα προς την ακτή– διακρίνονται τέσσερις φάσεις, που διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς διακοπή: παράλληλη ολίσθηση στην ξηρά, κατά την οποία το σύνολο πλοίο-λίκνο ολισθαίνει, με τους ολκούς πάντοτε κολλημένους στην κλίνη, υπό την επίδραση μόνο της συνιστώσας του βάρους· παράλληλη ολίσθηση στο νερό· ολίσθηση, που συνοδεύεται από μια στροφή των άκρων του πλοίου και οφείλεται στην αύξηση της άνωσης. Το βυθισμένο τμήμα του πλοίου αρχίζει πράγματι να ανυψώνεται, τα βάζια που βρίσκονται μπροστά απομακρύνονται σιγά-σιγά από το επίπεδο ολίσθησης και η κίνηση, η οποία τείνει να φέρει τον διαμήκη άξονα του πλοίου σε οριζόντια θέση, συνεχίζεται, ωσότου η άνωση εξισωθεί με το βάρος του πλοίου, οπότε το λίκνο ελευθερώνεται εντελώς από την κλίνη· το σύστημα πλοίο-λίκνο εξακολουθεί να επιπλέει, ωσότου εξαλειφθεί η κινητική ενέργεια που είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια της καθοδικής κίνησης. Όταν η κ. ολοκληρωθεί, λύνονται τα δεσμά που κρατούσαν ενωμένα το σκάφος με το λίκνο και το τελευταίο καταβυθίζεται για να ανελκυστεί αργότερα. Το λίκνο σε δύο διαφορετικές στοές του πρωραίου τμήματος ενός μεγάλου πλοίου: Α) σκαριά· Β) σύριγγες· Γ) η επιφάνεια πάνω στην οποία γλιστρά το λίκνο· Δ) πλευρικό σανίδωμα για να συγκρατούνται τα βάζια· Ε) βάζια· Ζ) κολόνες των μόρσων? Η) ζωστήρας ανύψωσης του πλοίου· Θ) πάνω άκρο των μόρσων· I) μόρσα· Κ) δεσμοί του λίκνου· Λ) χαλύβδινα ραβδιά που συνδέουν το βάζι. Στιγμιότυπο από την καθέλκυση πυραυλακάτου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η
η καταβίβαση πλοίου στη θάλασσα, το τράβηγμα ενός νέου ή επισκευασμένου πλοίου από τις εσχάρες τού ναυπηγείου προς τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθελκύω. Η λ., στον λόγιο τ. καθέλκυσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθέλκυση — η το ρίξιμο στη θάλασσα νεοκατασκευασμένου πλοίου: Παρακολουθήσαμε την καθέλκυση του εικοστού πλοίου γνωστού εφοπλιστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθελκύσῃ — καθέλκω draw to the sea aor subj mid 2nd sg καθέλκω draw to the sea aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνη, ναυπηγική — Μακριά πρισματική κατασκευή στην οποία ναυπηγούνται τα πλοία. Κατασκευάζεται συνήθως με τοιχοποιία ή τσιμέντο, ενώ, αν πρόκειται για μικρά σκάφη, με ξύλο. Η κλίση της ν.κ., σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, πρέπει να είναι τέτοια ώστε η συνιστώσα …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • άμπωσμα — το [αμπώθω] 1. ώθηση, απώθηση 2. καθέλκυση πλοίου 3. προτροπή, παρόρμηση …   Dictionary of Greek

  • αβαράρισμα — το [αβαράρω] 1. η καθέλκυση πλοίου 2. η απομάκρυνση πλοίου από την ακτή με σκοπό να αποφευχθεί ο κίνδυνος προσαράξεως ή προσκρούσεώς του σ’ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • επιτροπίδια — τα ναυτ. 1. τα κομμάτια ξύλου πάνω στα οποία στηρίζεται η γάστρα τών πλοίων που είναι έτοιμα για καθέλκυση 2. μακριά ημιστρόγγυλα ξύλα μεταξύ καρένας και ίσαλης γραμμής για τη μείωση τής διατοίχισης τού σκάφους …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσωμα — το 1. κατάδυση ή καθέλκυση στη θάλασσα 2. αναστάτωση, ακαταστασία 3. ζωολ. πολύχρωμο ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία από τον Δημήτρ. Γρηγ. Καμπούρογλου. Με τη σημασία 3 η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσωση — η (Α θαλάσσωσις) [θαλασσώνω] κατάκλυση παραθαλάσσιων εκτάσεων με θαλασσινό νερό νεοελλ. η καθέλκυση, η καταβύθιση στη θάλασσα …   Dictionary of Greek

  • καθέλκω — (AM καθέλκω) 1. σύρω κάτω ή προς τα κάτω 2. κάνω καθέλκυση πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... τεσσαράκοντα ναῡς», Θουκ.) αρχ. 1. (για ζυγαριά) σύρω προς τα κάτω, κάνω να κατεβεί ένας από τους δύο δίσκους τής ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”